- διαπληκτισμός
- οτο αποτέλεσμα του διαπληκτίζομαι, ο καβγάς: Αυτό το αντρόγυνο έχει συχνούς διαπληκτισμούς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διαπληκτισμός — sparring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπληκτισμός — ο (Α διαπληκτισμός) [διαπληκτίζομαι] 1. ανταλλαγή ύβρεων ή γρονθοκοπημάτων 2. διαμάχη, προστριβή … Dictionary of Greek
διαπληκτισμοῖς — διαπληκτισμός sparring masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπληκτισμοί — διαπληκτισμός sparring masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπληκτισμούς — διαπληκτισμός sparring masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπληκτισμῶν — διαπληκτισμός sparring masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπληκτισμόν — διαπληκτισμός sparring masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάκριση — Συλλογή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων, με σκοπό να βεβαιωθεί αν έγινε ένα έγκλημα και να αποφασιστεί αν ένα άτομο πρέπει να προσαχθεί σε δίκη. Στην όλη διάπλαση του θεσμού της α. συναντάται από το ένα μέρος η φροντίδα αποτελεσματικής… … Dictionary of Greek
αντέγκληση — η αμοιβαία πρόκληση για λογομαχία, διαπληκτισμός … Dictionary of Greek
γκρίνια — και γρίνα και γρίνια, η 1. παράπονο, μεμψιμοιρία 2. διχόνοια, διαμάχη, διαπληκτισμός (φρ., «η φτώχεια φέρνει γκρίνια») 3. το συνεχές κλαψούρισμα τών μωρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < (διαλεκτικό ιταλ.) grigna] … Dictionary of Greek